γλεντοκόπι

γλεντοκόπι
και γλεντοκόπημα, το [γλεντοκοπώ]
1. συνεχής διασκέδαση («το γλεντοκόπι τού γάμου»)
2. η εύθυμη, αμέριμνη διάθεση («τής χαράς το γλεντοκόπι, τού καημού το μαύρο κλάμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλεντοκόπι — το το γλεντοκόπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιορτολόγημα — το 1. η προετοιμασία για μια γιορτή 2. πληθ. το συχνό γλεντοκόπι και ξεφάντωμα …   Dictionary of Greek

  • χαροκόπι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πετροβουνίου. * * * το, Ν γλέντι, γλεντοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεφάντωση — η η διασκέδαση, το γλεντοκόπι, το ξεφάντωμα: Και ξεφάντωση γυρεύει με τραγούδια τρυφερά (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαροκόπι — το χαρά, γλεντοκόπι, ξεφάντωμα: Έχουν χαροκόπι απόψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”